- ανάκλαυσις
- ἀνάκλαυσις (-εως), η (Α) [ἀνακλαίω]κλάμα, οδυρμός, θρήνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνακλαύσεις — ἀνάκλαυσις lamentation fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάκλαυσις lamentation fem nom/acc pl (attic) ἀνακλαίω weep aloud aor subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακλαίω — ἀνακλαίω (Α) κλαίω γοερά, οδύρομαι, θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλαίω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακλαυθμός, ἀνάκλαυσις] … Dictionary of Greek
ανακλαυθμός — ἀνακλαυθμός και σμός, ο (Α) [ἀνακλαίω] η ἀνάκλαυσις* … Dictionary of Greek